- φιλόφθογγος
- φῐλό-φθογγος, ον,A loving noise, noisy, σκύλακες Anyte ap.Poll.5.48.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλόφθογγος — ον, Α αυτός που τού αρέσει ο θόρυβος, η φασαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φθόγγος (πρβλ. βαρύ φθογγος)] … Dictionary of Greek
φιλοφθόγγων — φιλόφθογγος loving noise masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)